- ἀντινομοθετῶ
- ἀντινομοθετέωmake laws in rivalry withpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀντινομοθετέωmake laws in rivalry withpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντινομοθετώ — (AM ἀντινομοθετώ, έω) θέτω αντίθετους νόμους, νομοθετώ αντίθετα προς άλλους νόμους αρχ. 1. νομοθετώ εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς το θέλημα κάποιου 2. παρουσιάζω αντινομία, αντιφάσκω 3. προσδιορίζω, καθορίζω αντίθετα προς κάποιον άλλο … Dictionary of Greek